- σύλλεκτρος
- -ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑσύνευνος, σύζυγοςαρχ.φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος»α) προσωνυμία τού Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι τής Αλκμήνης και τού Διόςβ) προσωνυμία τού Ιξίονος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -λεκτρος (< λέκτρον), πρβλ. ομό-λεκτρος].
Dictionary of Greek. 2013.